- δερματομαλάκτης
- δερμᾰτο-μᾰλάκτης, ου, ὁ,A currier, Sch.Pl.Grg.517e.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
δερματομαλάκτης — δερματομαλάκτης, ο (Α) ο βυρσοδέψης … Dictionary of Greek
δερματομαλάκτης — currier masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δερματομαλάκτην — δερματομαλάκτης currier masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek